στράτευμα

στράτευμα
το войско, армия, вооружённые силы;
πλ. войска; στρατεύματα ξηράς сухопутные войска

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στράτευμα" в других словарях:

  • στράτευμα — expedition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στράτευμα — το, ΝΜΑ, και στράτεμα Ν [στρατεύω (Ι)] συντεταγμένη στρατιωτική δύναμη, στρατός νεοελλ. σύνολο πολλών συντεταγμένων στρατιωτικών μονάδων ενός κράτους ή και το σύνολο τών ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας αρχ. 1. εκστρατεία, στρατεία* 2. το ναυτικό 3.… …   Dictionary of Greek

  • στράτευμα — το στρατός ή τμήμα στρατού: Τα εχθρικά στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στράτευμ' — στράτευμα , στράτευμα expedition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατευμάτοιν — στράτευμα expedition neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατευμάτων — στράτευμα expedition neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύμασι — στράτευμα expedition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύμασιν — στράτευμα expedition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύματα — στράτευμα expedition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύματε — στράτευμα expedition neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύματι — στράτευμα expedition neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»